- ερειψιπύλας
- ἐρειψιπύλας, ὁ (Α)αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν παῑδα... Διὸς ἀργικεραύνου», Βακχυλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» (< ερείπω) + πύλας (αιτ. πληθ. τού πύλη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.